Το χρήμα στην Κόλαση του Δάντη

Κατηγορίες: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κορυφαίος ποιητής αλλά και κατεξοχήν πολιτικό ον, ο Δάντης (Dante Alighieri) γεννήθηκε γύρω στο 1265 στη Φλωρεντία και πέθανε εξόριστος το 1321 στη Ραβέννα. Έζησε στη δίνη των γεγονότων της εποχής, που κυριαρχείται στην Ιταλία από την αντιπαράθεση Γιβελίνων και Γουέλφων και ευρύτερα από τη σύγκρουση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την Παποσύνη. Το 1301 ο ποιητής θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη του εξαιτίας της εμφύλιας διαμάχης ανάμεσα στους Μαύρους και τους Λευκούς Γουέλφους ― ανήκε στους τελευταίους. Κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς εξορίας του συνέγραψε τo μεγάλο έργο του με τίτλο La Comedìa, που έγινε φημισμένο αργότερα ως La divina commedia (Η Θεία Kωμωδία). Ο Δάντης ξεκίνησε να γράφει γύρω στο 1308 το μακροσκελές ποίημα, τοποθετώντας τον χρόνο δράσης στο έτος 1300. Πρόκειται για μια επική αλληγορία γραμμένη στα ιταλικά, όπου στα τρία τμήματα του έργου (ΚόλασηΚαθαρτήριοΠαράδεισος) αποτυπώνεται εντυπωσιακά η θεώρηση του μεσαιωνικού κόσμου μέσα από τα μάτια του Δάντη.

Το δαντικό ποίημα βρίθει από αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα και ως έπος έχει συνάφεια προς την ιστορία. Είναι κοινός τόπος ότι η γνώση της Ιστορίας είναι αδύνατη χωρίς την κατανόηση των οικονομικών της διαστάσεων. Ο Δάντης στην «Κωμωδία» του ― ιδίως στο πρώτο μέρος, αυτό της Κολάσεως ― συμπεριέλαβε το πρόβλημα του χρήματος και της στάσης απέναντι σε αυτό. Κάπως απλουστευτικά, η οικονομική θεώρηση διαχρονικά αφορά στη μελέτη των επιλογών ως προς την αντιμετώπιση των ανθρώπινων αναγκών. Η (δαντική) Κόλαση είναι η αναίρεση της δυνατότητας επιλογών, η ακύρωση της κατανάλωσης και του προσπορισμού κέρδους, το αποκορύφωμα του εξαναγκασμού. Ωστόσο, είναι ταυτόχρονα ένα μέρος όπου όσοι επέλεξαν την αμαρτία πληρώνουν και μάλιστα στην αιωνιότητα. Υπό το πρίσμα αυτό και σε συνάρτηση βεβαίως με τη στάση της Εκκλησίας, που ορίζει τι είναι αμαρτία και έχει λόγο για την τύχη όσων υποκύπτουν σε αυτή, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η άποψη του Δάντη για τις ανθρώπινες επιλογές και η αποτίμησή τους στην ενδελεχή κατάταξη των αμαρτωλών που πραγματεύεται.

Πρώτοι όσον αφορά στα αμαρτήματα που έχουν σχέση με το χρήμα αναφέρονται οι άσωτοι και οι άπληστοι, αυτοί που στη ζωή τους σκορπούσαν τα χρήματα κι αυτοί που φιλάργυρα τα μάζευαν. Τιμωρούνται στον Τέταρτο Κύκλο της Κολάσεως και οι μεν και οι δε κουβαλώντας μεγάλα φορτώματα, αλληλοσυγκρουόμενοι σε μια αέναη κίνηση (Άσμα VII).
Στον Έβδομο Κύκλο της Κολάσεως είναι καταδικασμένοι οι βίαιοι, σε μια πυρωμένη έρημο κάτω από πύρινη βροχή: στον εσωτερικό δακτύλιο, μαζί με αυτούς που στρέφονται κατά του Θεού (βλάσφημοι) και με αυτούς που πηγαίνουν ενάντια στη φύση (σοδομίτες) βρίσκονται επίσης οι τοκογλύφοι, γιατί «η τοκογλυφία προσβάλλει τη θεία καλοσύνη» και γιατί «ο τοκογλύφος προσβάλλει τη φύση και την τέχνη» (Άσμα XI). Οι τοκογλύφοι, καθισμένοι στην καυτή άμμο, παιδεύονται έχοντας σακκούλια κρεμασμένα από τον λαιμό τους, κρατώντας το βλέμμα τους διαρκώς πάνω σε αυτά (Άσμα XVII). Στους κολασμένους συγκαταλέγεται και ο Ρετζινάλντο Σκροβένι από την Πάδουα, για την ψυχή του οποίου ο γιος του έκτισε το Παρεκκλήσι των Σκροβένι που τοιχογραφήθηκε από τον Τζόττο.
Ο Όγδοος Κύκλος της Κολάσεως, που αποκαλείται Malebolge και προορίζεται για εκείνους που ενέχονται για απάτη, χωρίζεται σε δέκα «λάκκους» ή «λαγούμια» (bolgie). Στον τρίτο «λάκκο» (bolgia) κολάζονται οι σιμωνιακοί, δηλ. οι ιεράρχες που αγόρασαν εκκλησιαστικά αξιώματα. Είναι τοποθετημένοι με το κεφάλι κάτω μέσα σε τρύπες ανοιγμένες στον βράχο, ενώ φλόγες βγαίνουν από τις πατούσες τους, σε ένα είδος ανάποδου βαπτίσματος (Άσμα XIX). Ένοχος για σιμωνία παρουσιάζεται ο Πάπας Νικόλαος Γ΄ (1277-1280), ενώ για το ίδιο παράπτωμα «προαναγγέλεται» η τιμωρία του Βονιφατίου Η΄ (1294-1303) και του Κλήμεντος Ε΄ (1305-1314).
Στον έβδομο «λάκκο» παραδέρνουν οι κλέφτες· τους καταδιώκουν, τους τυλίγουν και τους δαγκώνουν φίδια κι αυτοί υφίστανται τρομερές μεταμορφώσεις και μεταλλάσσονται σε ερπετά που αλληλοσπαράσσονται, σε μία παρατεινόμενη χαμερπή ύπαρξη ταιριαστή με την προηγούμενη ζωή τους (Άσματα XXIV-XXV).
Τέλος, στον δέκατο «λάκκο», τον τελευταίο του Κύκλου αυτού, κείτονται οι κάπηλοι. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται οι αλχημιστές (παραποίηση πραγμάτων), οι απατεώνες (παραποίηση προσώπων), οι ψευδομάρτυρες (παραποίηση λόγων) και οι παραχαράκτες (παραποίηση νομισμάτων). Αυτοί που ενόσω ζούσαν αποτελούσαν ασθένειες της κοινωνίας, πλήττονται τώρα από διάφορες φρικτές αρρώστιες· ορισμένοι σε παράφρονα κατάσταση ορμούν και ξεσχίζουν άλλους κολασμένους (Άσμα XXX). Είναι μάλλον εντυπωσιακό ότι οι κιβδηλοποιοί τοποθετούνται από τον Δάντη ένα βήμα πριν από τον Ένατο Κύκλο, τον έσχατο της Κολάσεως, όπου σε μια παγωμένη λίμνη βασανίζονται αιωνίως οι προδότες. Ωστόσο θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η κιβδήλευση του νομίσματος αποτελούσε βαρύτατο αδίκημα που συχνά επέφερε την κεφαλική ποινή στις μεσαιωνικές κοινωνίες, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση.

«Στη μέση του δρόμου της ζωής του» ο Δάντης κοντοστέκεται και αντιμετωπίζει με ελάχιστη ανοχή το χρήμα και αυτούς που το χρησιμοποιούν για να ανέλθουν. Στην Κόλασή του η κακή χρήση του χρήματος είναι λόγος τιμωρίας με ποικίλες μορφές βασανισμού· οι άνομοι θα πρέπει να αφήσουν κάθε ελπίδα έξω από τις πύλες της.

Γιάννης Στόγιας